Προσεγγίζοντας τον
όρο «πεζό ποίημα»
Μια προσπάθεια ορισμού
Το πεζό ποίημα, ως λογοτεχνικός όρος, έχει
απασχολήσει και θα συνεχίσει να απασχολεί τους φιλολόγους, καθώς αποτελεί ένα
λογοτεχνικό είδος, τα στοιχεία του οποίου δύσκολα συμπυκνώνονται σε έναν
αυστηρό ορισμό. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, η παρουσία του ως λήμμα σε
λογοτεχνικά λεξικά αλλά και σε εγχειρίδια μετρικής είναι ισχνή έως ανύπαρκτη.
Το «πεζό ποίημα» όμως, έχει όντως θέση στα
περιεχόμενα μιας μετρικής της ελληνικής ή οποιασδήποτε άλλης στιχουργίας; Η
απάντηση είναι αρνητική. Μελετώντας κανείς ένα ποίημα σε πεζό λόγο,
αντιλαμβάνεται γρήγορα την παντελή απουσία μέτρου ή άλλων μορφολογικών
στοιχείων, που χαρακτηρίζουν μια παραδοσιακή ποιητική σύνθεση. Και ο λόγος
είναι σαφής: το ποίημα είναι πεζό, επομένως, ο πεζολογικός του χαρακτήρας δεν
αφήνει περιθώρια προς μια μορφική καλαισθησία.
Παρατηρώντας τον όρο, βλέπουμε ότι
αποτελείται από δύο αντιθετικά και αλληλοαναιρούμενα συνθετικά. Από τη μια ο
πεζός λόγος κι από την άλλη ο ποιητικός. Αμέσως, μας έρχεται στο νου το γνωστό
ήδη από την αρχαιότητα, ότι τελικά δεν είναι ο στίχος αυτός που κάνει την
ποίηση. Προς στιγμήν ανακουφιζόμαστε, αλλά στη συνέχεια, αν προσπαθήσουμε να
ορίσουμε τι είναι ποίηση, τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο δύσκολα, καθώς «μια
τέτοια επιχείρηση ισοδυναμεί στην ουσία με το νευραλγικό ερώτημα: υπάρχει μια
έννοια «ποιητικότητας» ανεξάρτητη από πολιτιστικές και ιστορικές συγκυρίες;»[1].
Η απάντηση και σε αυτό το ερώτημα είναι αποφατική, καθώς εμπειρικά γνωρίζουμε,
πως όλες οι τέχνες, έτσι και η λογοτεχνία, προσαρμόζονται και αναδημιουργούνται
σύμφωνα με τις εκάστοτε ανθρώπινες συνθήκες.
Ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο «ποίημα σε
πεζό» (“poème en prose”) ήταν
ο Charles Baudelaire,
χαρακτηρίζοντας μία συναγωγή κειμένων του, που έκαναν την παρθενική τους
εμφάνιση στο γαλλικό περιοδικό La Revue Fantaisiste τον Νοέμβριο του 1861. Είναι αμφίβολο, αν ακόμη και ο
πατέρας του όρου είχε κατασταλάξει στον ακριβή ορισμό του. Είναι όμως σίγουρο,
πως γνώριζε απολύτως, ότι το ποίημα σε πεζό δεν είναι μια απλή ποίηση σε
αράδες, που διάκειται εχθρικά στην παραδοσιακή ποίηση.
Σύντομα και περιεκτικά, η Susanne Bernard, εντοπίζει
τρία χαρακτηριστικά του είδους: α) τη συντομία, για χάρη της ενότητας, β) τη
συμπύκνωση, των εκφραστικών τρόπων της παραδοσιακής ποιητικής και γ) την
έλλειψη αναφορικότητας, υπό τη διάσταση της απουσίας εξωτερικών – εξωγλωσσικών
στοιχείων (τόπου, χρόνου, βιογραφικών πληροφοριών κ.ο.κ.)[2].
Ύστερα από αυτήν την κωδικοποίηση των βασικών
χαρακτηριστικών του poème en prose, είμαστε σε θέση να πλησιάσουμε ακόμη περισσότερο τον
ορισμό του είδους. Έτσι, κλείνουμε αυτό το πρώτο κεφάλαιο λέγοντας πως: το πεζό
ποίημα μέσω της ιδιάζουσας μορφής του, στοχεύει, όπως όλα τα γένη και είδη του
λόγου, στην απόδοση νοήματος. Η έλλειψη της ποιητικότητάς του αποσιωπάται και
αντικαθίσταται από τον εσωτερικό ρυθμό και την προσέγγιση απλών νοημάτων με
σύνθετο αναστοχασμό από την πλευρά του αναγνώστη.
Η κατανόηση του «πεζού ποιήματος» μέσω άλλων
χαρακτηρισμών του[5]
Ο όρος του πεζού ποιήματος έχει απασχολήσει
τους φιλολόγους και τους εν γένει μελετητές της λογοτεχνίας, εκτός των άλλων
και για την ίδια την ονομασία του.
Στα ελληνικά λογοτεχνικά δρώμενα, οι διάφοροι
χαρακτηρισμοί του πεζού ποιήματος πυκνώνουν την περίοδο που πυκνώνει και η
παραγωγή του, δηλαδή περί το 1880.
Σκοπός του συγκεκριμένου κεφαλαίου δεν είναι
να παρουσιάσει την ιστορική πορεία των εκάστοτε χαρακτηρισμών, αλλά να
προσεγγίσει την ουσία και τη φύση του όρου «πεζό ποίημα» μέσω της παράλληλης
παρουσίασης και επεξήγησης των χαρακτηρισμών αυτών.
Ο όρος «πεζοτράγουδο» αποτελεί την πρώτη
ελληνική απόδοση του μπωντλαιρικού «poème en prose». Εισηγήθηκε από τους δημοτικιστές της γενιάς του
1880, με σκοπό να αντικαταστήσει τον καθαρευουσιάνικο όρο «ποίημα εις πεζόν» ή
«πεζόν ποίημα», ο οποίος χρησιμοποιούνταν την τελευταία δεκαετία. Ο πεζολογικός
χαρακτήρας του είδους είναι φανερός και στους τρεις όρους. Η τροπή, όμως, του
ποιήματος σε τραγούδι δημιουργεί ένα ακόμη πιο ισχυρό αντίβαρο στο πρώτο
συνθετικό της λέξης «πεζοτράγουδο» από ό,τι το προγενέστερο ποίημα. Με αυτόν
τον τρόπο τονίζεται εναργέστερα η λυρική – μουσική υπόσταση του πεζοτράγουδου,
καθώς η έννοια του τραγουδιού είναι άρρηκτα συνδεμένη με αυτές του μέτρου, της
στιχουργίας και της μουσικής. Ο όρος «πεζοτράγουδο» έζησε περίπου τρεις
δεκαετίες. Ο λόγος παρώχησής του εξετάζεται ακόμη από τους μελετητές, αλλά μια
πιθανή ερμηνεία είναι ότι δεν ήταν ικανός να επιστεγάσει τα μεταγενέστερα πεζά
ποιήματα μειζόνων λογοτεχνών, όπως του Κ. Π. Καβάφη, του Κ. Ουράνη, του Κ.
Παλαμά και του Κ. Θεοτόκη.
Δίπλα στους τρεις προηγούμενους όρους
(πεζοτράγουδο, ποίημα εις πεζόν, πεζόν ποίημα) συναντούμε κι άλλους
–περιφραστικούς ή μονολεκτικούς-, οι οποίοι στοχεύουν αδιαπραγμάτευτα σε έναν
ορισμό και ερμηνεία της αντιφατικής φύσης του εν λόγω λογοτεχνικού είδους. Χαρακτηριστικά
παραδείγματα αποτελούν οι όροι: «τραγούδι δίχως στίχους», «χωρίς ρυθμούς
τραγούδια», «πεζές στροφές», «πεζοί ρυθμοί»[3] κ.ά. Βέβαια, όπως είναι φανερό, ορισμένοι από αυτούς δεν επιτυγχάνουν τον
αρχικό τους στόχο και μάλιστα περιπλέκουν ακόμη περισσότερο τα πράγματα.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο όρος
«πρόζα» (το δεύτερο σκέλος του μπωντλαιρικού «poème en prose»). «Ο όρος αυτός συμπεριλαμβάνει κάθε εκδοχή γραπτού
ή προφορικού λόγου που δεν ακολουθεί το σχηματικό πρότυπο του έμμετρου ή του ελεύθερου
στίχου και είναι δυνατόν να διακρίνουμε μια μεγάλη ποικιλία μη έμμετρων τύπων
γλώσσας, ανάλογα με το βαθμό στον οποίο αξιοποιούν και αναδεικνύουν τα διάφορα
είδη μορφικής οργάνωσης».[4]
Αν και χρησιμοποιήθηκε αρκετά από τους ποιητές του είδους, τους εκδότες και
τους κριτικούς της λογοτεχνίας, ωστόσο ποτέ δεν αντικατέστησε πλήρως τον όρο
«πεζό ποίημα», καθώς δεν επιστεγάζει μόνο την πεζόμορφη ποίηση αλλά και άλλα
είδη όπως το διήγημα και το μυθιστόρημα.
Σχεδόν ταυτόχρονα με τον παραπάνω όρο εμφανίστηκε
και ο «διορθωτικός» όρος της «λυρικής» ή «έρρυθμης πρόζας», ακριβώς για να
γίνει πιο σαφές το είδος στο οποίο αναφέρεται.
Αυτή η αδυναμία ορισμού του είδους, εξαιτίας
της αντινομικής φύσης του, οδήγησε τους ποιητές και τους εν γένει εμπλεκόμενους
με τη λογοτεχνία, να αναζητήσουν το όνομά του στις εικαστικές τέχνες (κυρίως
στη ζωγραφική). Χαρακτηρισμοί όπως: «εικόνες», «pastel», «φανταιζί» κ.ά., έχουν ως μοναδικό στόχο να
επιδείξουν τη γραμμικότητα και την πλαστικότητα του πολυτάραχου αυτού μικτού
είδους. Όπως, βέβαια, είναι αναμενόμενο, οι χαρακτηρισμοί αυτοί δε βρήκαν
ευρεία αποδοχή και χρήση.
Η Άννα Κατσιγιάννη κλείνοντας το αντίστοιχο
κεφάλαιο στη διδακτορική της διατριβή συνοψίζει γράφοντας: «Η πολυμορφία της
ορολογίας αποτελεί πάντως έναν από τους παράγοντες ειδολογικής σύγχυσης. Η
ποικιλόμορφη ορολογία και η δυσκολία κατάταξης του είδους δηλώνει κυρίως την
άγνοια γύρω απ’ την αισθητική φύση του πεζού ποιήματος».
Έτσι καταλήγουμε στη διαπίστωση ότι ο πιο
δόκιμος και ανταποκρινόμενος στις ανάγκες του είδους όρος είναι το «πεζό
ποίημα», καθώς συμπυκνώνει σε δύο μόνο λέξεις τη διττή και οξύμωρη φύση του είδους, την πεζή αλλά
και την ποιητική.
[1] Ιωάννα
Ναούμ, Κ. Γ. Καρυωτάκης: Opus Duplex, μία
προσέγγιση των τελευταίων ποιημάτων σε πεζό. μεταπτυχιακή εργασία,
Θεσσαλονίκη, Αύγουστος 1998, σ.31.
[2] Susanne Bernard, Le poème en prose de Baudelaire jusqu’ a nos jours, Nizet,
Paris 1959
[3] Παραδείγματα χρήσης των όρων αυτών: Ο Γιάννης Ψυχάρης, το 1895, δημοσιεύει στο περιοδικό Άστυ εννέα «τραγούδια χωρίς στίχους». Ο Παύλος Νιρβάνας «τραγούδια δίχως στίχους» και ο Δ. Δημητριάδης, στο Περιοδικόν μας, «χωρίς ρυθμούς τραγούδια».
[4] M. H. Abrams, Λεξικό Λογοτεχνικών Όρων, Πατάκης, Αθήνα, Ιαν. 2012(8η ανατύπωση), πρόζα, σσ. 406-408
[5] Η ιδέα για το κεφάλαιο αυτό προήλθε από το: Άννα Κατσιγιάννη, Το πεζό ποίημα στη νεοελληνική γραμματεία. Γενεαλογία, διαμόρφωση και εξέλιξη του είδους (από τις αρχές ως το 1930),διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη, 2001, σσ. 4-6.
[μέρος προσωπικής εργασίας]
Ι. Γ. Κονδύλης
φοιτητής φιλολογίας Α.Π.Θ.
τομέας Μ.Ν.Ε.Σ.